- συνωνυμώ
- -έω, ΜΑ [συνώνυμος]έχω το ίδιο όνομα και την ίδια φύση με κάποιον άλλοαρχ.έχω την ίδια σημασία με κάποιον άλλο ή έχω την ίδια συντακτική χρήση με έναν άλλο («τὸ συνωνυμεῑν συνδέσμους ἐπιρρήμασιν» — το να χρησιμοποιούνται οι ίδιες λέξεις και ως σύνδεσμοι και ως επιρρήματα, Απόλλ. Δύσκ.).
Dictionary of Greek. 2013.